- οστεολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οστεολογικός — ή, ό [οστεολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεολογία … Dictionary of Greek
οστεογραφικός — ή, ό [οστεογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεογραφία, οστεολογικός … Dictionary of Greek